προσαπόδοσις

προσαπόδοσις
προσαπόδοσις
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσαπόδοσις — όσεως, ἡ, Α [προσαποδίδωμι] ρητορικό σχήμα κατά το οποίο, όταν δύο ή περισσότερες προτάσεις ακολουθούν η μία την άλλη, η απόδειξη παρέχεται ή μετά από κάθε πρόταση ή στο τέλος τής σειράς …   Dictionary of Greek

  • προσαποδόσει — προσαπόδοσις fem nom/voc/acc dual (attic epic) προσαποδόσεϊ , προσαπόδοσις fem dat sg (epic) προσαπόδοσις fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”